- χαρακτηρίζεσθαι
- χαρακτηρίζωengravepres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
образоватиса — ОБРАЗ|ОВАТИСА 1 (8), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. 1.Принять (принимать) какойл. вид, облик: вѣщають кротъцѣ. и глѧдають долѹ. часто сльзѧть. ѡбразѹютьсѧ чьстьнѣ. свѣтѣ чистѣ и горьцѣ въздышють. СбТр XII/XIII, 153; || определяться, характеризоваться: Единъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
χαρακτηρίζω — ΝΜΑ [χαρακτήρ, ῆρος] προσδιορίζω τη βασική, ουσιώδη ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος, η οποία αποτελεί και το διακριτικό του γνώρισμα έναντι τών άλλων (α. «αυτό που τόν χαρακτηρίζει είναι η ειλικρίνεια» β. «μάλιστα δὲ χαρακτηρίζει τὸν… … Dictionary of Greek